- προωδίνω
- ΜΑ1. κυοφορώ από πριν2. (κυρίως μτφ.) προετοιμάζω τη διατύπωση μιας ιδέας που έχω ήδη συλλάβει στον νου («προωδίνειν τὴν κοσμικὴν ἰδέαν», Δαμάσκ. Αρχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ὠδίνω «έχω ωδίνες τοκετού, εγκυμονώ σκέψεις, ιδέες»].
Dictionary of Greek. 2013.